γδάρμα
Смотреть что такое "γδάρμα" в других словарях:
γδάρμα — το 1. το γδάρσιμο* 2. το δέρμα τού ζώου μετά το γδάρσιμο, η δορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα, αόρ. τού γδέρνω] … Dictionary of Greek
γδάρμα — το 1. το γδάρσιμο* 2. το δέρμα τού ζώου μετά το γδάρσιμο, η δορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα, αόρ. τού γδέρνω] … Dictionary of Greek